μακαρίτικος

μακαρίτικος
-η, -ο
(ειρων. για πράγματα), αυτός που δεν υπάρχει πια: Συγκινούμαι όταν θυμάμαι το μακαρίτικο πατρικό μου σπίτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μακαρίτικος — η, ο [μακαρίτης] (ειρωνικά, για πράγματα) αυτός που δεν υπάρχει πια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”